- όψη
- η (ΑΜ ὄψις)1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ' εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.)2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ' ἔπλησα δακρύων», Ευρ.)3. βλέμμα, κοίταγμα (α. «σε γνωρίζω από την όψιπου με βιά μετράει τη γη», Σολωμ.β. «ή εἰς τὸ ἄν ὄψις», Πλάτ.)4. θέανεοελλ.1. τρόπος εμφάνισης, τρόπος εξέτασης ή διερεύνησης ενός θέματος, άποψη («η υπόθεση αυτή έχει πολλές όψεις»)2. γεωλ. το σύνολο τών λιθολογικών και παλαιοντολογικών χαρακτήρων που παρατηρούνται σε ένα πέτρωμα ή σε μια αλληλουχία πετρωμάτων, όταν εξετάζονται από την άποψη τής γένεσής τους και όχι σε σχέση με τη γεωλογική ηλικία τους3. φρ. α) «εκ πρώτης όψεως» — από πρώτη ματιά, χωρίς βαθύτερη εξέτασηβ) «λαμβάνω ή έχω υπ' όψιν» — έχω τον νου μου και την προσοχή μου στραμμένη σε κάτι, υπολογίζωγ) «τόν (ή τήν) γνωρίζω εξ όψεως» — τόν (ή τήν) έχω δει απλώς χωρίς να έχω προσωπική γνωριμίαδ) «γραμμάτιο πληρωτέο εν όψει» — γραμμάτιο που πληρώνεται με την εμφάνισή του από τον κάτοχό τουαρχ.1. οπτική εντύπωση ή εικόνα ενός πράγματος2. όραμα, φάντασμα («ὄψις ἐν τῷ ὕπνῳ», Ηρόδ.)3. θέαμα («φοβερὸν ὄψιν προσιδέσθαι», Αισχύλ.)4. η θέαση5. η αίσθηση τής όρασης6. ανατ. α) η ίριδα τού ματιούβ) το άνοιγμα τής ίριδας, η κόρη7. αστρολ. άποψη πλανήτη σε σχέση με σημείο τού ζωδιακού κύκλου που βρίσκεται αριστερά8. οι ορατές ακτίνες επειδή θεωρούσαν ότι εκπορεύονται από τα μάτια («ὅταν οὖν μεθημερινὸν ᾗ φῶς περὶ τὸ τῆς ὄψεως ρεῡμα», Πλάτ.)9. θέση, αξίωμα10. (με περιλπτ. σημ.) οι οφθαλμοί11. στον πληθ. αἱ ὄψειςτα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.